- προσταγήν
- προσταγήfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσταγή — η, ΝΜΑ [προστάσσω] η ενέργεια τού προστάζω, πρόσταγμα, κέλευσμα νεοελλ. 1. διαταγή που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο 2. (ποιν.) δήλωση βούλησης την οποία απευθύνει ένας ιεραρχικά ανώτερος προς έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν… … Dictionary of Greek
Ιερόθεος ο Θεσσαλονικεύς — (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.). Ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Μ. Πανσέληνου. Έγραψε, όπως έχει σημειώσει ο ίδιος, τεχνολογία της ζωγραφικής κατά προσταγήν του δασκάλου του … Dictionary of Greek